του Κώστα Λιάπη (αποσπάσματα)
"..[...].. Ένας μικρός, λοιπόν, Διόνυσος πλαντούσε από παλία στην ψυχή του κάθε πηλιορείτη, ένας ανθοστόλιστος κι αγκρισμένος "Μάης" ασφυκτιούσε στην καρδιά του κάθε ξωμάχου του βουνού των πανάρχαιων μύθων.
Με τον ερχομό της ευωδιασμένης `Ανοιξης τούτος ο Μάης ξεπεταγόταν αλλοπαρμένος μέσα απ'το πανηγύρι της οργασμένης φύσης και πιλαλούσε λαγνισμένος πάνω στο παχύ χορτάρι κι ανάμεσα στις μοσχοβολιές των λουλουδιών. Σύμβολο ακατάλυτο λες της παγανιστικής χαράς και της αναγέννησης της φύσης, για να ξαναφέρει την πίστη του πανάρχαιου λαού στις παλιές ρίζες της και να ξαναδώσει, ανάμεσα από τους αιώνες της ελληνικής ζωής, ατόφιες τις οργιαστικές ιεροτελεστίες, όπου συμβολίζεται ο παμπάλαιος δεσμός της πηλιορείτικης γης με το θεό της βλάστησης και της αναπαραγωγής.
Έτσι, λοιπόν, στο πηλιορείτικο χορευτικομιμητικό έθιμο των Μάηδων, που αποτελεί μία απ'τις γνωστότερες και γραφικότερες εκδηλώσεις της ελληνικής Πρωτομαγιάς, βλέπουμε, μ'όλο τον καταιγισμό των ξενικών επιδράσεων, διατηρημένες ακέραιες τις βασικές ομοιότητες με τους πανάρχαιους Διονυσιακούς μύθους και τα θεμελιώδη τελετουργικά γνωρίσματα της λατρείας της φύσης που εκφράζονται με παρόμοιες με τη γιορτή των Μάηδων αρχαίες τελετές.
Στους μύθους, ιδιαίτερα, τους σχετικούς με τον `Αδωνη και το Διόνυσο αναγνωρίζουμε πάμπολα στοιχεία των Μάηδων της εποχής της τουρκοκρατίας, αλλά και των κατοπινών, μέχρι την εποχή του μεσοπολέμου, χρόνων. Σε πολλούς απ'αυτούς τους μύθους, όπως και στο μύθο των Μάηδων, ο κεντρικός καμπάς είναι ο ίδιος: Ένα πρόσωπο δολοφονείται, θάβεται μ'ένα χλωρό κλαρί ή μ'ένα λούλουδο στο χέρι και στα στερνά ανασταίνεται κάτω απ'την επίδραση των τραγουδιών και των χορών των φίλων του.
Κάτι παρόμοιο, εξάλλου, με το παραπάνω, βλέπουμε και στα ΄"Ελευσίνια" όπου, όπως μας πληροφορεί ο Πρόκλος, η Περσεφόνη δίνει με τη βοήθεια του άντρα της, του Πλούτωνα, μια νέα ψυχή σε έναν από κείνους που λίγο πιο πριν είχαν χτυπηθεί καίρια απ'το θάνατο. Ο Συμβολισμός που επισημαίνεται σε τούτους τους αρχαίους μύθους είναι τόσο φανερός, όσο κι η ομοιότητα των τελευταίων με το νεότερο μύθο των Μάηδων.
Τί ήταν όμως τούτοι οι Μάηδες στο Πήλιο και πώς γιορτάζονταν;
Ο μακαρίτης ο Κορδάτος μας πληροφορεί πως η γιορτή τούτη δεν ήταν παρά μια δραματική παράσταση που γινόταν από 15-20 μεγάλους νέους μασκαρεμένους πού'χαν στη μέση το "Μάη", έναν νέο δηλαδή, καταστόλιστο από λουλούδια. Σε κάποια στιγμή, ένας απ'τους μασκαρεμένους νεόυς πείραζε άσεμνα το κορίτσι που ακολουθούσε τη συντροφιά και τότε ο νέος, πού'ταν ντυμένος σα γενίτσαρος, πυροβολούσε και "σκότωνε" το φταίχτη. Όταν ο θάνατος του τελευταίου διαπιστωνόταν από την κουστωδία του Μάη, η παρέα έβαζε ένα λουλούδι πάνω στο "νεκρό" κι έστηνε γύρω του εύθυμο χοροκόπι. Μέσα στο ξέφρενο τότε πανδαιμόνιο που ακολουθούσε, ο "σκοτωμένος" ανασταινόταν κι ακολουθούσε ολόγερος την πανεύθυμη συντροφιά του.
Αυτή ήταν η αρχική βασική πλοκή του μύθου των Μάηδων. Αργότερα όμως τούτος ο μύθος παράλλαξε στις λεπτομέρειές του κι απ'την όλη εκδήλωση, που ξομπλιάστηκε στο μεταξύ και με καινούρια γραφικά στοιχεία, έλειψαν τα ... αίματα και προστέθηκε το ωφελιμιστικό στοιχείο.
Πρωταγωνιστής όμως πάντα, μέχρι δηλαδή τις παραμονές του τελευταίου μεγάλου πολέμου που το βαθιά ριζωμένο στην παράδοση του πηλιορείτικου λαού έθιμο γιορταζόταν σε όλα τα πηλιορείτικα χωριά και κυρίως στη Μακρυνίτσα, ήταν ο Μάης. Τούτος είχε, όπως τον παρουσιάζει ο λαογράφος Βασίλης Πλάτανος, το σώμα του σκεπασμένο με κισσούς, κλήματα, δάφνες, αγιοκλίματα, τριαντάφυλλα, γαρούφαλλα, παπαρούνες, μαργαρίτες, ανεμώνες, βιόλες, σπαρτιές και ήταν πλουμισμένος με τα χρώματα των λουλουδιών τα πράσινα, τα κόκκινα, τα κίτρινα, τα μενεξελιά, τα βυσσινιά, τα γαλάζια, τα καφετιά, τα λιοτροπιασμένα, απ'την κορφή ίσαμε τα νύχια των ποδιώνε του, και στο κεφάλι φορούσε μυριοπλεγμένο στεφάνι μ'ολάκερο τον ανθισμένο κόσμο της γης. Στα χέρια του κρατούσε το οργιαστικό σύμβολο του προκατόχου του Διόνυσου, το μαγιόξυλο, καταφορτωμένο με λουλούδια και καρπούς και καθώς το χτύπαγε πάνω στο χώμα, τραγούδαγε ένα αψάφωνο σκοπό με τούτα τα λόγια:
"Κόρη ξανθή τραγούδησε από γυαλένιον πύργο,
και πήρ'αγέρας τη φωνή και στο γυαλό την πάει,
κι όσα καράβια τ'άκουσαν όλα λιμάνια πιάσαν,
κι ένα καράβι κρητικό βαθιά καλαρμενίζει.
Με τον αγέρα μάλωνε, με το βοριά μαλώνει.
-Δε σε φοβάμαι κυρ-βοριά, μαέστρο-τραμουντάνα
έχω καράβ' από καρυά, κατάρτ' από πλιξάρι,
έχω και καραβόσκοινα όλο μαργαριτάρι,
έχω κι ένα μουτσόπουλο θαλασσογυρισμένο
-Ανέβα βρε μουτσόπουλε στο μεσιανό κατάρτι,
να δεις τι αγέρας μας βαρεί και τι καιρός μας δέρνει.
Παιζογελώντας 'νέβαινε, κλαίγοντας κατεβαίνει.
-Τί είδες βρε μουτσόπουλε, και κλαις και κατεβαίνεις;
-Κορ' είδα με ξανθά μαλλιά και με τα μαύρα μάτια.
-Κόρη ξανθιά μου άνοιξε την πόρτα την καρένια,
έχω δυο λόγια να σου πω γλυκά και ζαχαρένια.
Κόρη σα θέλεις φίλημα, σα θέλεις μαύρα μάτια
πάρε κι αρμάθιασε φλουριά και κάν' πέντ' αρμάδες,
κι έλα μαζί μου μια βραδιά, αμάν, αμάν, αμάν ένα Σαββάτο βράδυ,
Πού είν' η μάνα μ' στ'ν εκκλησιά, πατέρας στο παζάρι,
τα δυο 'δελφάκια στο σκολειό, σ'ένα χαρτί διαβάζουν,
τό'να διαβάζει λεμονιά και τ'άλλο κυπαρίσσι."
Με το σκοπό τούτο ο Μάης κουβαλούσε ως την εποχή μας τις περιπλανήσεις του Διονύσου στις θάλασσες του ελληνικού αρχιπελάγους, όταν ο θεός του κρασιού, όντας αιχμαλωτισμένους από τυρρηνούς πειρατές, κατάφερε να τους γητέψει με τις μαγείες του και να βγει στα στερνά της Νάξου όπου και παντρεύτηκε την ξανθιά Αριάδνη, την προδομένη απ'το Θησέα, κόρη του Μίνωα. Έτσι διαιωνίστηκε ως τις μέρες μας ο τραγουδισμένος κι απ'τον θείο Όμηρο αρχαίος μύθος που συμβολίζει την ένωση του αγροτικού θεού Διονύσου με την Αριάδνη, που προσωποποιεί την ανοιξιάτικη φύση, τη γονιμοποιημένη κάτω απ'την επίδραση του αγκρισμένου αρχαίου θεού.
Ο Μάης όμως δεν ήταν μονάχος σε τούτο το εθιμικό γιορτάσι. Και μπορεί βέβαια σ'αυτή τη διθυραμβική πορεία του πάνω στη λουλουδόσπαρτη πηλιορείτικη γη να μην τον ακολουθούσαν οι παλιοί σάτυροι, οι τράγοι, οι σειληνοί, οι νύμφες και οι λήνες, τον περιτριγύριζαν όμως χορευτικά οι σύγχρονοι ακόλουθοί του πού'ταν κυρίως τα ζεϊμπέκια, γιορτινοντυμένα με πλουμιστά γελέκια και σαλβάρια, με φαρδιά ζωνάρια γιομάτα γιαταγάνια και πιστόλες και σαρίκια όλο φούντες και κρόσια.
[...]
Και σόδευαν τα φιλέματα οι μασκαρεμένοι Μάηδες (σύκα, καρύδια, φουντούκια, αμύγδαλα και παράδες) κι έτρεχε ασταμάτητο κι ερεθιστικό απ'τις τσιτούρες και τις κρασόφλασκες στους ξαναμμένους καταπιόνες το ντόπιο κοκκινέλι, η μπραϊλα και το φραουλί.
Οχτώ ολάκερα μερόνυχτα κρατούσε στα καλά τα χρόνια τούτο το πηλιορείτικο γιορτάσι. Και τριγύριζαν ξεφρενιασμένοι οι Μάηδες από χωριό σε χωριό, και ξεδίπλωναν το ασίγαστο κι οργιαστικό χοροκόπι από καλντερίμι σε καλντερίμι κι από παζάρι σε παζάρι...
[...]
...Ανεπίστροφα κύλισε η χαρισάμενη εκείνη εποχή. Ξεθυμασμένα πια κάτω από τις σύγχρονες επιταγές τα πηλιορείτικα ραβαϊσια, άφαντοι ξορκισμένοι κι οι Μάηδες της ντόπιας παράδοσης. Ο αγέρας της "προόδου" σάρωσε στις μέρες μας την "οσμή της πνευματικής ευωδίας" που πλατάγιζε πυκνή κι ευφρόσυνη στους παλιότερους καιρούς πάνω απ'τον πηλειορίτικο χώρο. Απογυμνωμένη φαντάζει πια η λαϊκή ψυχή απ'τα παραδοσιακά της ξόμπλια, γυμνή απ'τις πατροπαράδοτες εθιμικές της καταβολές. Πολλή "τζαζ" ακούγεται πια στο Τέμενος της γνήσιας Τέχνης και Παράδοσης, καλά το είπε ο μακαρίτης ο Μυριβήλης, πολλή "σκοπιμότητα" αλλοτρίωσε τους ιερούς εθιμικούς μας Ναούς. Κάτω από τούτες, λοιπόν, τις συνθήκες, όπου τα παραδοσιακά μας έθιμα γίνονται κακόγουστα "σήριαλς" και "σλόγκαν" για φτηνή τουριστική εκμετάλλευση, φυσικό ήταν κι οι "Μάηδες" να μην ξαναδιώσουν μεταπολεμικά με την αλλοτινή τους τουλάχιστο, εθιμική γνησιότητα. [...]"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου