Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΪΟΥ





Οι προλήψεις κι οι δεισιδαιμονίες χαρακτήριζαν, αλλά και χαρακτηρίζουν ακόμη, πάρα πολλές εθιμικές εκδηλώσεις, αλλά και καθημερινές αντιδράσεις του λαού μας. Το μαύρο χρώμα είναι συχνά τόσο συσχετισμένο με την έννοια του κακού, του θανάτου ή της γρουσουζιάς, που ακόμα και σήμερα, από πολλούς, θεωρείται άσκημος οιωνός να διασχίσει το διάβα τους μαύρη γάτα! Χαρακτηριστικό είναι το εξής απόσπασμα από βιβλίο του Αθανάσιου Μπουτούρα ("Προλήψεις του ελληνικού λαού"): "Θεωρείται καλόν να τρέφει τις κατοικίδια ζώα χρώματος μελανός, πάντως διότι πιστεύεται ότι αι εκ μέρους των κακοποιών πνευμάτων επήρειαι επισύρονται ένεκα του χρώματος επ'αυτών και αποτρέπονται από των ενοίκων"! Κοινώς, καλά κάνω κι έχω μαύρο γατί στο σπίτι μου, καθώς όλα τα κακά πνεύματα θα με αφήσουν εμένα ανέγγιχτη και θα τρυπώσουν στην καημένη την ψυχούλα του, γιατί τους έλκει η μαύρη εμφάνισή του! Αχ, και νά'ταν όλοι οι ξανθωποί, οι ασπρουδεροί μα κι όσοι στολίζονται πολύχρωμα απελευθερωμένοι από τα πνεύματα τούτα! Θα ξέραμε και να φυλαγόμαστε.. Παρόλα αυτά, οφείλω να ομολογήσω πως αμέσως μόλις διάβασα το απόσπασμα τούτο, το μετέφερα στη μάνα μου, η οποία το έχει καημό που μας έτυχε μαύρο γατί, κι όχι κανένα ασπρούλικο. Όχι πως δεν το αγαπά, μα την ακούω κάθε τόσο να του λέει με γλύκα "Καημενούλι μου, έπρεπε νά'σαι τόσο μαύρο.." και να κοιτάζει με αγωνία το άσπρο σημάδι στην κοιλιά, μπας και έχει μεγαλώσει..
Της Αγίας Μαύρας σήμερα, κι όπως ήταν φυσικό, λόγω της ετυμολογίας του ονόματός της, η μέρα της γιορτής της καταγράφεται στην παράδοση του λαού μας ως μέρα ιδιαίτερα δυσοίωνη. Και αναμενόμενος είναι ο συνειρμός αυτός, όπως αναμενόμενος ήταν κι ο φόβος του ανθρώπου για το σκοτάδι, όταν μάλιστα η νύχτα δε φωτιζόταν ούτε καν από ηλεκτρικά λαμπιόνια κι οι κίνδυνοι καραδοκούσαν ύπουλα στο μαύρο φόντο της καθημερινής και πολύωρης βασιλείας της. Κι έτσι το "μαύρο" έβγαλε το κακό το όνομα και, από την άλλη, κοντέψαμε να ξεχάσουμε πως χάρη σ'αυτό μπορούμε και διακρίνουμε το φως!
Γενικά, ο Μάης, παρόλο που είναι ο μήνας των λουλουδιών, γεννά πολλές προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Γράφει ο Γ.Α.Μέγας "Αυτός ο μήνας, λέγουν, έχει πολλές κακές ώρες. ...Το Μάη δεν κόβουν ρούχα, ούτε παντρεύονται γιατί 'τους παίρνει ο Μάης'. .Η δεισιδαιμονία αυτή συναντάται σε όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς κι εξηγείται από τη λατρεία των αρχαίων Ρωμαίων, που το Μαϊο τελούσαν γιορτή προς τιμή των θεοτήτων του κάτω κόσμου...." Ε, είναι και της "Αγίας Μαύρας" στις 3 του μηνός, ήρθε κι έδεσε! Οι φόβοι κι οι απαγορεύσεις εντείνονται στο έπακρο. "Στη Μεσσηνία μάλιστα, όποια μέρα πέσει της αγίας Μαύρας, αυτή τη μέρα τηνε φυλάνε όλο το χρόνο' δεν κόβουν ρούχο, δε λευκαίνουν πανί, δεν αλωνίζουν, δεν κάνουν ελιές στο λιοτριβειό, γιατί γίνεται μαύρο το λάδι... Κι οι Κύπριοι χωρικοί τη μέρα αυτή δεν τυροκομούν γιατί γεμίζει το σπίτι και το τυρί 'μαύρες' (κατσαρίδες)" (Γ.Α.Μέγας, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας").
Στην Αιτωλία δε σπέρνουν γιατί δε φυτρώνουν, λένε, οι σπόροι και στην παλιά Αθήνα οι νοικοκυρές, δεν έπιαναν βελόνα για να μη βγάλουν το μαύρο σπυρί, τη "μαύρη".
Σημειώνει κι ο Βασίλης Λαμνάτος ("Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας") για τους τσοπάνηδες: "Τη γιορτή της Αγίας Μαύρας, θα τη συναντήσουμε στις 3 του Μάη και τ'όνομά της φυτεύει στην ψυχολογία του λαού μας 'μαύρα προαισθήματα' για ολάκερη την υπόλοιπη χρονιά. Ιδιαίτερη σημασία έχει η γιορτή αυτή για τις γυναίκες. Της Αγίας Μαύρας, οι γυναίκες δεν κάνουν καμιά δουλειά, γιατί τό'χουν σε μεγάλο κακό. Φοβούνται κι ο φόβος 'φυλάει τα έρημα', λέει η παροιμία. Έτσι, δεν κόβουν ρούχα, δε ράβουν, δε λευκαίνουν πανιά, δε γνέθουν, δεν υφαίνουν, δεν τραβούν διασίδια, δεν απλώνουν γνέματα, δε λαναρίζουν, δεν ξαίνουν μαλλιά και, μάλιστα, μερικές τη μέρα που πέφτει τη φυλάνε ολοχρονίς ή "χρονικίς", όπως λένε.
Οι τσοπάνηδες την ημέρα της Αγίας Μαύρας δεν τυροκομούν. Το γάλα το δίνουν στους φτωχούς την ημέρα αυτή, για το καλό των ζωντανών τους."
Τέτοιος, λοιπόν, ήταν ο φόβος για τη μέρα τούτη που η εκκλησία μας τιμά την αγία Μαύρα αλλά και το σύζυγό της άγιο Τιμόθεο, ένα νεαρό και νιόπαντρο ζευγάρι που απλά πίστεψε στο Φως και για την πίστη του αυτή θανατώθηκε με τα χειρότερα βασανιστήρια από ανθρώπους που σίγουρα είχαν βασιλιά της ψυχής τους το Σκοτάδι κι ας μην το πρόδιδε αυτό καμιά ονομασία και κανένα χρώμα πάνω τους... Πώς λέμε, "άλλος έχει τ'όνομα κι άλλος τη χάρη"!

ΟΙ ΜΑΗΔΕΣ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ;






του Κώστα Λιάπη (αποσπάσματα)



"..[...].. Ένας μικρός, λοιπόν, Διόνυσος πλαντούσε από παλία στην ψυχή του κάθε πηλιορείτη, ένας ανθοστόλιστος κι αγκρισμένος "Μάης" ασφυκτιούσε στην καρδιά του κάθε ξωμάχου του βουνού των πανάρχαιων μύθων.
Με τον ερχομό της ευωδιασμένης `Ανοιξης τούτος ο Μάης ξεπεταγόταν αλλοπαρμένος μέσα απ'το πανηγύρι της οργασμένης φύσης και πιλαλούσε λαγνισμένος πάνω στο παχύ χορτάρι κι ανάμεσα στις μοσχοβολιές των λουλουδιών. Σύμβολο ακατάλυτο λες της παγανιστικής χαράς και της αναγέννησης της φύσης, για να ξαναφέρει την πίστη του πανάρχαιου λαού στις παλιές ρίζες της και να ξαναδώσει, ανάμεσα από τους αιώνες της ελληνικής ζωής, ατόφιες τις οργιαστικές ιεροτελεστίες, όπου συμβολίζεται ο παμπάλαιος δεσμός της πηλιορείτικης γης με το θεό της βλάστησης και της αναπαραγωγής.
Έτσι, λοιπόν, στο πηλιορείτικο χορευτικομιμητικό έθιμο των Μάηδων, που αποτελεί μία απ'τις γνωστότερες και γραφικότερες εκδηλώσεις της ελληνικής Πρωτομαγιάς, βλέπουμε, μ'όλο τον καταιγισμό των ξενικών επιδράσεων, διατηρημένες ακέραιες τις βασικές ομοιότητες με τους πανάρχαιους Διονυσιακούς μύθους και τα θεμελιώδη τελετουργικά γνωρίσματα της λατρείας της φύσης που εκφράζονται με παρόμοιες με τη γιορτή των Μάηδων αρχαίες τελετές.
Στους μύθους, ιδιαίτερα, τους σχετικούς με τον `Αδωνη και το Διόνυσο αναγνωρίζουμε πάμπολα στοιχεία των Μάηδων της εποχής της τουρκοκρατίας, αλλά και των κατοπινών, μέχρι την εποχή του μεσοπολέμου, χρόνων. Σε πολλούς απ'αυτούς τους μύθους, όπως και στο μύθο των Μάηδων, ο κεντρικός καμπάς είναι ο ίδιος: Ένα πρόσωπο δολοφονείται, θάβεται μ'ένα χλωρό κλαρί ή μ'ένα λούλουδο στο χέρι και στα στερνά ανασταίνεται κάτω απ'την επίδραση των τραγουδιών και των χορών των φίλων του.
Κάτι παρόμοιο, εξάλλου, με το παραπάνω, βλέπουμε και στα ΄"Ελευσίνια" όπου, όπως μας πληροφορεί ο Πρόκλος, η Περσεφόνη δίνει με τη βοήθεια του άντρα της, του Πλούτωνα, μια νέα ψυχή σε έναν από κείνους που λίγο πιο πριν είχαν χτυπηθεί καίρια απ'το θάνατο. Ο Συμβολισμός που επισημαίνεται σε τούτους τους αρχαίους μύθους είναι τόσο φανερός, όσο κι η ομοιότητα των τελευταίων με το νεότερο μύθο των Μάηδων.
Τί ήταν όμως τούτοι οι Μάηδες στο Πήλιο και πώς γιορτάζονταν;
Ο μακαρίτης ο Κορδάτος μας πληροφορεί πως η γιορτή τούτη δεν ήταν παρά μια δραματική παράσταση που γινόταν από 15-20 μεγάλους νέους μασκαρεμένους πού'χαν στη μέση το "Μάη", έναν νέο δηλαδή, καταστόλιστο από λουλούδια. Σε κάποια στιγμή, ένας απ'τους μασκαρεμένους νεόυς πείραζε άσεμνα το κορίτσι που ακολουθούσε τη συντροφιά και τότε ο νέος, πού'ταν ντυμένος σα γενίτσαρος, πυροβολούσε και "σκότωνε" το φταίχτη. Όταν ο θάνατος του τελευταίου διαπιστωνόταν από την κουστωδία του Μάη, η παρέα έβαζε ένα λουλούδι πάνω στο "νεκρό" κι έστηνε γύρω του εύθυμο χοροκόπι. Μέσα στο ξέφρενο τότε πανδαιμόνιο που ακολουθούσε, ο "σκοτωμένος" ανασταινόταν κι ακολουθούσε ολόγερος την πανεύθυμη συντροφιά του.
Αυτή ήταν η αρχική βασική πλοκή του μύθου των Μάηδων. Αργότερα όμως τούτος ο μύθος παράλλαξε στις λεπτομέρειές του κι απ'την όλη εκδήλωση, που ξομπλιάστηκε στο μεταξύ και με καινούρια γραφικά στοιχεία, έλειψαν τα ... αίματα και προστέθηκε το ωφελιμιστικό στοιχείο.
Πρωταγωνιστής όμως πάντα, μέχρι δηλαδή τις παραμονές του τελευταίου μεγάλου πολέμου που το βαθιά ριζωμένο στην παράδοση του πηλιορείτικου λαού έθιμο γιορταζόταν σε όλα τα πηλιορείτικα χωριά και κυρίως στη Μακρυνίτσα, ήταν ο Μάης. Τούτος είχε, όπως τον παρουσιάζει ο λαογράφος Βασίλης Πλάτανος, το σώμα του σκεπασμένο με κισσούς, κλήματα, δάφνες, αγιοκλίματα, τριαντάφυλλα, γαρούφαλλα, παπαρούνες, μαργαρίτες, ανεμώνες, βιόλες, σπαρτιές και ήταν πλουμισμένος με τα χρώματα των λουλουδιών τα πράσινα, τα κόκκινα, τα κίτρινα, τα μενεξελιά, τα βυσσινιά, τα γαλάζια, τα καφετιά, τα λιοτροπιασμένα, απ'την κορφή ίσαμε τα νύχια των ποδιώνε του, και στο κεφάλι φορούσε μυριοπλεγμένο στεφάνι μ'ολάκερο τον ανθισμένο κόσμο της γης. Στα χέρια του κρατούσε το οργιαστικό σύμβολο του προκατόχου του Διόνυσου, το μαγιόξυλο, καταφορτωμένο με λουλούδια και καρπούς και καθώς το χτύπαγε πάνω στο χώμα, τραγούδαγε ένα αψάφωνο σκοπό με τούτα τα λόγια:
"Κόρη ξανθή τραγούδησε από γυαλένιον πύργο,
και πήρ'αγέρας τη φωνή και στο γυαλό την πάει,
κι όσα καράβια τ'άκουσαν όλα λιμάνια πιάσαν,
κι ένα καράβι κρητικό βαθιά καλαρμενίζει.
Με τον αγέρα μάλωνε, με το βοριά μαλώνει.
-Δε σε φοβάμαι κυρ-βοριά, μαέστρο-τραμουντάνα
έχω καράβ' από καρυά, κατάρτ' από πλιξάρι,
έχω και καραβόσκοινα όλο μαργαριτάρι,
έχω κι ένα μουτσόπουλο θαλασσογυρισμένο
-Ανέβα βρε μουτσόπουλε στο μεσιανό κατάρτι,
να δεις τι αγέρας μας βαρεί και τι καιρός μας δέρνει.
Παιζογελώντας 'νέβαινε, κλαίγοντας κατεβαίνει.
-Τί είδες βρε μουτσόπουλε, και κλαις και κατεβαίνεις;
-Κορ' είδα με ξανθά μαλλιά και με τα μαύρα μάτια.
-Κόρη ξανθιά μου άνοιξε την πόρτα την καρένια,
έχω δυο λόγια να σου πω γλυκά και ζαχαρένια.
Κόρη σα θέλεις φίλημα, σα θέλεις μαύρα μάτια
πάρε κι αρμάθιασε φλουριά και κάν' πέντ' αρμάδες,
κι έλα μαζί μου μια βραδιά, αμάν, αμάν, αμάν ένα Σαββάτο βράδυ,
Πού είν' η μάνα μ' στ'ν εκκλησιά, πατέρας στο παζάρι,
τα δυο 'δελφάκια στο σκολειό, σ'ένα χαρτί διαβάζουν,
τό'να διαβάζει λεμονιά και τ'άλλο κυπαρίσσι."
Με το σκοπό τούτο ο Μάης κουβαλούσε ως την εποχή μας τις περιπλανήσεις του Διονύσου στις θάλασσες του ελληνικού αρχιπελάγους, όταν ο θεός του κρασιού, όντας αιχμαλωτισμένους από τυρρηνούς πειρατές, κατάφερε να τους γητέψει με τις μαγείες του και να βγει στα στερνά της Νάξου όπου και παντρεύτηκε την ξανθιά Αριάδνη, την προδομένη απ'το Θησέα, κόρη του Μίνωα. Έτσι διαιωνίστηκε ως τις μέρες μας ο τραγουδισμένος κι απ'τον θείο Όμηρο αρχαίος μύθος που συμβολίζει την ένωση του αγροτικού θεού Διονύσου με την Αριάδνη, που προσωποποιεί την ανοιξιάτικη φύση, τη γονιμοποιημένη κάτω απ'την επίδραση του αγκρισμένου αρχαίου θεού.
Ο Μάης όμως δεν ήταν μονάχος σε τούτο το εθιμικό γιορτάσι. Και μπορεί βέβαια σ'αυτή τη διθυραμβική πορεία του πάνω στη λουλουδόσπαρτη πηλιορείτικη γη να μην τον ακολουθούσαν οι παλιοί σάτυροι, οι τράγοι, οι σειληνοί, οι νύμφες και οι λήνες, τον περιτριγύριζαν όμως χορευτικά οι σύγχρονοι ακόλουθοί του πού'ταν κυρίως τα ζεϊμπέκια, γιορτινοντυμένα με πλουμιστά γελέκια και σαλβάρια, με φαρδιά ζωνάρια γιομάτα γιαταγάνια και πιστόλες και σαρίκια όλο φούντες και κρόσια.
[...]
Και σόδευαν τα φιλέματα οι μασκαρεμένοι Μάηδες (σύκα, καρύδια, φουντούκια, αμύγδαλα και παράδες) κι έτρεχε ασταμάτητο κι ερεθιστικό απ'τις τσιτούρες και τις κρασόφλασκες στους ξαναμμένους καταπιόνες το ντόπιο κοκκινέλι, η μπραϊλα και το φραουλί.
Οχτώ ολάκερα μερόνυχτα κρατούσε στα καλά τα χρόνια τούτο το πηλιορείτικο γιορτάσι. Και τριγύριζαν ξεφρενιασμένοι οι Μάηδες από χωριό σε χωριό, και ξεδίπλωναν το ασίγαστο κι οργιαστικό χοροκόπι από καλντερίμι σε καλντερίμι κι από παζάρι σε παζάρι...
[...]
...Ανεπίστροφα κύλισε η χαρισάμενη εκείνη εποχή. Ξεθυμασμένα πια κάτω από τις σύγχρονες επιταγές τα πηλιορείτικα ραβαϊσια, άφαντοι ξορκισμένοι κι οι Μάηδες της ντόπιας παράδοσης. Ο αγέρας της "προόδου" σάρωσε στις μέρες μας την "οσμή της πνευματικής ευωδίας" που πλατάγιζε πυκνή κι ευφρόσυνη στους παλιότερους καιρούς πάνω απ'τον πηλειορίτικο χώρο. Απογυμνωμένη φαντάζει πια η λαϊκή ψυχή απ'τα παραδοσιακά της ξόμπλια, γυμνή απ'τις πατροπαράδοτες εθιμικές της καταβολές. Πολλή "τζαζ" ακούγεται πια στο Τέμενος της γνήσιας Τέχνης και Παράδοσης, καλά το είπε ο μακαρίτης ο Μυριβήλης, πολλή "σκοπιμότητα" αλλοτρίωσε τους ιερούς εθιμικούς μας Ναούς. Κάτω από τούτες, λοιπόν, τις συνθήκες, όπου τα παραδοσιακά μας έθιμα γίνονται κακόγουστα "σήριαλς" και "σλόγκαν" για φτηνή τουριστική εκμετάλλευση, φυσικό ήταν κι οι "Μάηδες" να μην ξαναδιώσουν μεταπολεμικά με την αλλοτινή τους τουλάχιστο, εθιμική γνησιότητα. [...]"

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ - ΑΦΙΕΡΩΜΑ


ΓρΆφει η ΓΙΟΛΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ -ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ -επικ καθηγήτρια της ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ








Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται ολότελα λυτρωμένοι από το φόβο, κι αισθάνονται σαν χαϊδεμένα παιδιά. Γεννημένοι πριν την ώρα τους, είναι αδύνατο να εγκλιματιστούν σ’ έναν κόσμο που τον έχουν ξεπεράσει. Μάταια αναζητούν κάτι να τους τρομάξει, ανοίγοντας τη μια πόρτα ύστερα από την άλλη…
Η Μαρία Πολυδούρη ήταν ένας απ’ αυτούς. Τίποτα δεν την τρόμαζε· ούτε ο θάνατος, ούτε η ξενητιά, ούτε η θάλασσα…
Αστραποβολούσε από ομορφιά, γλιστρούσε σαν φως, τραγουδούσε μαγευτικά και σε καθήλωνε όσο μιλούσε, καθώς η φωνή της διατηρούσε τη μελωδικότητα μιας σβήνουσας νότας. Οι τέλειες γραμμές του προσώπου της καταλήγανε σ’ ένα μεγάλο και φωτεινό μέτωπο και στον πιο ωραίο, τον πιο εκφραστικό λαιμό. Τα χέρια της τελειώνανε σε ολόλευκα και ήρεμα μακριά δάχτυλα. Το βάδισμά της δεν τ’ άκουες. Δεν ήξερε το θόρυβο. Και τα χείλη της είχανε μια ανάγλυφη προέχταση, πάντα διψασμένη. Ένας παναισθησιακός τύπος, να τι ήταν η Μαρία Πολυδούρη…» γράφει η Λιλή Ζωγράφου.
Η Μαρία Πολυδούρη, «το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα μέσα σ’ όλη τη νεοελληνική ποίηση» (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ποιητής Γιάννης Χονδρογιάννης), γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902 στην Καλαμάτα, και πέθανε την 29η Απριλίου του 1930 στην Αθήνα.
Υπήρξε κόρη του φιλολόγου Ευγενίου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου.
Η Λιλή ζωγράφου (στο βιβλίο της «Καρυωτάκης – Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, Εκδόσεις «Γνώση», 1981, σ. 74) γράφει: «Όταν σχολούσε τ’ απογέματα – στο Γύθειο που έβγαλε το Δημοτικό – άφηνε τ’ άλλα παιδιά και ξεμάκραιναν. Έπαιρνε τότε την παραλία ολομόναχη, με τα μεγάλα εκείνα μάτια της εκστατικά, καρφωμένα στη δύση. Έτσι έφτανε πάντα στο σπίτι ανεξήγητα αργοπορημένη. Αν, περνώντας από κάποιο δρόμο, έφτανε στ’ αυτιά της κλάμα, πήγαινε με μαλακά βήματα κι ανατριχιασμένη όψη και χωνότανε σε μια γωνιά του χαροκαμένου σπιτιού. Σφιγμένη ολόκληρη μέσ’ στ’ αδύνατα μπράτσα της, άκουε με τις ώρες το μανιάτικο μοιρολόι. Με τις υπερευαίσθητες αισθήσεις της τεντωμένες, δεν έχανε καμιά έκφραση ή χειρονομία του αυτοσχέδιου αυτού χορού. Κι έφευγε, όταν τα δάχτυλά της δεν μπορούσαν πια, όσο κι αν έσφιγγαν τους ώμους της, να συγκρατήσουν το τρεμούλιασμά τους…».
Φοίτησε, επίσης, σε σχολείο των Φιλιατρών, ολοκλήρωσε δε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα.
Η Μαρία Πολυδούρη πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά Γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία. «Θα ’ταν δεκατριώ χρόνων, όταν δημοσιεύτηκε το πρώτο της πεζοτράγουδο με τον τίτλο “Μάνα” σ’ ένα περιοδικό εργοχείρων. Τις ημέρες εκείνες, η θάλασσα είχε βγάλει το πτώμα ενός νέου. Η Μαρία δεν συγκλονίστηκε από τα νειάτα που χαθήκανε, μα από το σπαραγμό της μάνας του. Έτσι γράφτηκε το πρώτο εκείνο μελοδραματικό κομμάτι που έκαμε μεγάλη εντύπωση στο σχολειό της μικρής, αλλά και σ’ ολόκληρη την Καλαμάτα… Στα δεκαπέντε της χρόνια, μαζεύει τα ποιηματάκια της, τ’ αντιγράφει σ’ ένα δεμένο τετράδιο και φτιάχνει την πρώτη της συλλογή – “Οι Μαργαρίτες”. Ελάχιστα από τα ποιήματα αυτά διασωθήκανε από την ίδια. Αρκετά μεγαλύτερη, αντίγραψε ένα – δυο που θυμότανε σ’ ένα μικρό μπλοκ, που έχει κι όλα τ’ άλλα ανέκδοτα ποιήματα που ’γραψε μέχρι το 1929. Κανένα από τα ποιήματα αυτά δεν δημοσιεύτηκε όσο ζούσε, γιατί φαίνεται πως δεν την ικανοποιούσε η μορφή τους. Κάτι όμως την έδενε μαζί τους κι αισθανότανε την ανάγκη να τα διασώσει…» (Λ.Ζ., σσ. 75 – 76). Άφησε δύο ποιητικές συλλογές: 1) «Οι Τρίλλιες που σβήνουν» (1928) και 2) «Ηχώ στο Χάος» (1929).
Σε ηλικία δεκαέξι ετών (το 1918), διορίστηκε στην Νομαρχία Μεσσηνίας. Αξιοσημείωτο είναι το ότι, κατά το διάστημα εκείνο, η Μαρία Πολυδούρη εκδήλωσε ένα ιδιαίτερα ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. «Αμύνομαι – έλεγε η ίδια – για όλες τις γυναίκες του κόσμου που ζούνε φυλακισμένες και με καταπιεσμένη προσωπικότητα. Η εποχή μου μού δημιουργεί μια τεράστια ευθύνη. Έχω να παλαίψω για τόσα πράγματα. Και δε θα το πετύχω φυσικά, κάνοντας τη δασκαλίτσα σε κάποιο ορεινό χωριουδάκι…».
Το 1920, σε διάστημα σαράντα μόνον ημερών έχασε και τους δύο γονείς της. Όμως, ποτέ δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από τις τύψεις που την βασάνιζαν, επειδή είχε αφήσει άρρωστη την μητέρα της, η οποία τελικά πέθανε κατά το διάστημα της απουσίας της. Οι βασανιστικές αυτές τύψεις έγιναν αιτία να γράψει κάποιο ποίημα για κείνη:
Δε σ’ ένοιωσα πριν να σε χωριστώμα η θύμησή σου ακέρηα που μου μένει,
μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ
για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη… (απόσπασμα).
Το 1921, μετατέθηκε από τη Νομαρχία Καλαμάτας στη Νομαρχία Αθηνών, η οποία θα την απογοητεύσει οικτρά: «Επήγα σήμερα στο γραφείο να αναλάβω υπηρεσία (…) Μου παρουσίασαν καμπόσους από τους και τας συναδέλφους. Τι έκπληξις! Παρ’ ολίγο θα γελούσα μπρος τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί και ανάπηροι, ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι. Θεός φυλάξοι, μην είναι όλοι οι συνάδελφοι στον ίδιο τύπο! Ή θα αηδιάζω ή θα πεθαίνω στα γέλια βλέποντάς τους!» σημειώνει στο ημερολόγιό της. Παράλληλα, εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, που – αντίθετα – της προξένησε, από την πρώτη κιόλας στιγμή, έναν έντονο ενθουσιασμό: «Να’ μαι και στο Πανεπιστήμιο, στην αίθουσα της Νομικής. Με μια ζωηρή συγκίνηση ανέβαινα ένα – ένα τα ιερά σκαλιά του. Δεν είχα πλέον την καταραμένη δειλία, μια υπερηφάνεια όγκωνε την ψυχή μου και ανύψωνε το πνεύμα μου…».
Έναν χρόνο αργότερα, γνωρίστηκε με τον συνάδελφο και ομότεχνό της Κώστα Καρυωτάκη. «Ύστερ’ απ’ όλους τους ψηλόλιγνους ιππότες η Μαρία αναδύεται αληθινή, πεντακάθαρη, ατόφια και ερωτεύεται τον κοντούλη, μισοκακόμοιρο, νευρασθενικό, το γερασμένο παιδάκι, Καρυωτάκη. Και δεν τον ερωτεύεται, βέβαια, σα λύση απόγνωσης. Η Μαρία είχε τόσους θαυμαστές, που έλεγαν πως η νεολαία είχε πάθει Πολυδουρίτιδα» (Λ.Ζ., σ. 90). Μεταξύ των δύο νέων αναπτύχθηκε ένας παράφορος έρωτας, ο οποίος, αν και δεν διήρκεσε πολύ, έπαιξε όμως έναν ιδιαίτερα καθοριστικό ρόλο τόσο στη ζωή όσο και στο έργο της ποιήτρια
«Δυο ώρες μετά το μεσονύχτι. Το αίμα μου όλο ανεβασμένο στο κεφάλι μου κάνει να χτυπούν φριχτά οι φλέβες μου και να νοιώθω μια βουή (…) Τι λοιπόν; Είναι αυτό ίσως το πάθος που δεν εγνώρισα…» γράφει στο ημερολόγιό της, με ημερομηνία 27 Απριλίου 1922· λίγες μέρες αργότερα(3 Μαΐου) συμπληρώνει: «Τον αγαπώ, τον αγαπώ, καμμιά αμφιβολία πια! (…) Απελπισμένε μου ποιητή, θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω ν’ αγαπήσω, όσο μου πρέπει;»· την επόμενη (4 Μαΐου - Μεσάνυχτα) συνεχίζει: «Γύρισα απ’ τον περίπατο μόλις τώρα… τελειώσαν πια όλα και οι δειλίες και οι φοβεροί πόνοι. Μ’ αγαπάει, τον αγαπώ…»
Λίγους μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1922, ο Καρυωτάκης έμαθε ότι είχε προσβληθεί από σύφιλη, ένα νόσημα που την εποχή εκείνη ήταν ανίατο και, κυρίως, στιγματισμένο από την κοινωνία. Το ανακοίνωσε αμέσως στην αγαπημένη του Μαρία, ζητώντας της μάλιστα να χωρίσουν, εκείνη όμως όχι απλώς δεν αποδέχθηκε τον χωρισμό, αλλά – αντίθετα – πρότεινε στον Καρυωτάκη να παντρευτούν, χωρίς βέβαια να κάνουν παιδιά. Εκείνος, υπερήφανος να δεχθεί μια τέτοια θυσία, αρνήθηκε την πρόταση της Πολυδούρη, η οποία, αμφιβάλλοντας για την ειλικρίνεια του αγαπημένου της, σκέφθηκε ότι ήταν πολύ πιθανόν η ασθένειά του να αποτελούσε πρόσχημά του για να την εγκαταλείψει. Και, αναπόφευκτα, το νεαρό ζευγάρι οδηγήθηκε στον χωρισμό…
«Τότε όμως, το μοιραίο εκείνο βράδυ, θα τον αποχαιρετήσει ήρεμη, σαν όλη η αλλαγή που ήρθε στη ζωή τους να ’ταν κάτι πολύ απλό. Μόνο όταν θα πάει σπίτι της, θα εγκαταλειφτεί στην οδύνη της. Μια οδύνη χωρίς εκδηλώσεις, χωρίς ξεσπάσματα. Θα μείνει κλεισμένη σε μια σιωπηλή απελπισία, σαν κεραυνωμένη, με τα τεράστια μάτια της ακίνητα και στεγνά. Απόλυτη και άφοβη, όχι μόνο δε θα προσπαθήσει να ξεφύγει ή να λιγοστέψει τον πόνο της, αλλά θα του παραδοθεί να την φάει, να την σπαράξει, να την αφανίσει…» (Λ.Ζ., σσ. 99 – 100).
Την άνοιξη του 1923, η Μαρία προσβλήθηκε από αδενοπάθεια. Σε κάποιο μικρό σπίτι, στο Μαρούσι, όπου είχε εγκατασταθεί για έναν περίπου μήνα, ο Καρυωτάκης την επισκέφθηκε επανειλημμένα. Οι συζητήσεις τους ήταν πάντα αδιάκοπες, φλογερές και με πολλές συγκρούσεις. Το μοναδικό όμως θέμα, στο οποίο ποτέ δεν αναφέρθηκαν, ήταν ο έρωτάς τους. Ίσως επειδή ο καθένας τους αισθανόταν αξιολύπητος, περιφρονημένος και προδομένος από τον άλλον.
Από το 1923 μέχρι το 1926, η Πολυδούρη έχασε κυριολεκτικά τον έλεγχο και την ψυχραιμία της, στη δε σκέψη της κυριαρχούσε η ιδέα του θανάτου, αντιμαχόμενη μιαν ασίγαστη και ολόφωτη φλόγα για ζωή. Κατά την περίοδο αυτή, έχασε και τη θέση της στη Νομαρχία, περνούσε δε πραγματικά δύσκολες στιγμές, καθώς κάποια μαθήματα γαλλικών, που παρέδιδε, της απέδιδαν ελάχιστα μόνο χρήματα. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, και μάλιστα εμφανίστηκε ως ηθοποιός σε μία παράσταση· καταλαβαίνοντας όμως ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να διακριθεί για το υποκριτικό της ταλέντο, εγκατέλειψε το θέατρο, και αρραβωνιάστηκε με τον νεαρό, όμορφο και πλούσιο δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου, ο οποίος – μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του – μόλις είχε επιστρέψει, εκείνη τη χρονιά (1924), από το Παρίσι. «Με τον καιρό, η Μαρία θα διαπιστώσει πως αγαπά, βέβαια, τον αρραβωνιαστικό της, αλλά δεν αισθάνεται κείνο το υπέροχο, το ανεπανάληπτο που την ένωσε με τον Καρυωτάκη. Και μήπως είχε ποτέ, σα σκοπό της ζωής της, το γάμο για το γάμο;» (Λ.Ζ., σ. 104). Ο Καρυωτάκης, όμως, κάθε άλλο παρά φιλικά αισθήματα ένιωθε πια για τη Μαρία· ο αρραβώνας της ήταν κάτι που ούτε περίμενε ούτε μπόρεσε ποτέ να της συγχωρήσει. Γι’ αυτό, οι τελευταίες φιλικές σχέσεις τους είχαν πια διακοπεί, και δεν αντάλλασσαν ούτ’ ένα χαιρετισμό…
Το καλοκαίρι του 1926, η Πολυδούρη έφυγε για το Παρίσι, έχοντας εγκαταλείψει τη σιγουριά μιας αληθινής αγάπης και μιας αποκατάστασης που θα της εξασφάλιζαν μιαν άνετη και ήσυχη ζωή. Μόλις έφθασε στο Παρίσι, όπου πήγε με το θαυμάσιο πρόσχημα (!) να σπουδάσει ραπτική, έγραψε στον αρραβωνιαστικό της, ντόμπρα και τίμια, πως δεν τον αγαπά τόσο, όσο χρειάζεται, για να στεριώσει κοντά του μια ζωή μ’ εμπιστοσύνη… Στο Παρίσι, που τόσο πολύ αγάπησε, η Πολυδούρη προσβλήθηκε από φυματίωση, που τα χρόνια εκείνα σήμαινε θάνατο…
Επέστρεψε στην Αθήνα, στις αρχές του 1928, και μπήκε στη «Σωτηρία», που της εξασφάλιζε στέγη και τροφή. Όμως, η ζωή στους θαλάμους της τρίτης θέσης ήταν κυριολεκτικά ανυπόφορη, γι’ αυτό και η Μαρία ζήτησε και τελικά το πέτυχε να τη μεταφέρουν σ’ ένα δωματιάκι, που προοριζόταν για τους μελλοθάνατους, κοντά στην είσοδο. Οι τοίχοι του μικρού αυτού δωματίου στολίστηκαν από την ίδια τη Μαρία με σκίτσα των αγαπημένων της ποιητών, και με μια μικρή, παλιά εικόνα της αποκαθήλωσης του Χριστού, ο οποίος αντιπροσώπευε για κείνη τον «μεγάλο ποιητή και ρομαντικό των αιώνων»…
Κάποιο πρωί ήρθε ο Καρυωτάκης να την επισκεφθεί. Δεν τον δέχθηκε στο μικρό, ζεστό της δωματιάκι, αλλά στο σαλόνι. «Στο θερμό σφίξιμο του χεριού, στο χαμόγελο, σ’ όλη την συγκρατημένη συγκίνησή του, ν’ αναγνώρισε η Μαρία τον αγαπημένο του παλιού καιρού; Πάντως ένα είναι σίγουρο. Πως στη μορφή του, που έφεγγε μια απέραντη επιείκεια για το άταχτο, το ατίθασο κι άπιστο αυτό κορίτσι, καθρεφτίστηκε και ο τρόμος για την αλλαγή της Μαρίας, για το ρουφηγμένο, σαν αποστεωμένο, πρόσωπό της. Και κείνης δεν της ξέφυγε φυσικά, αλλά δεν έδειξε πως το κατάλαβε. Αντίθετα τρομάζει, πως αυτή η επιείκεια και η χαρά, που ο ποιητής εκδηλώνει για το γυρισμό της, είναι συνέπεια κάποιου οίκτου. Και με την παγερή συμπεριφορά της, παίζει ακόμα για μια φορά την κωμωδία τής δυνατής κι αρνιέται τη συγγνώμη που ο Καρυωτάκης μ’ όλη του τη συμπεριφορά τής εκδηλώνει. Μια αιώνια παρεξήγηση, να τι θα μείνει πάντα ανάμεσά τους. Μια μοιραία αλυσίδα παρανοήσεων και παρεξηγήσεων που θα τους χωρίζει στις πιο δύσκολες στιγμές και ακριβώς όταν θα ’χουν περισσότερη ανάγκη ο ένας τον άλλον…» (Λ.Ζ., σ. 115 – 16).
Ο Καρυωτάκης, λίγο πριν φύγει από κοντά της, εκείνο το πρωινό, της πρόσφερε την τελευταία του συλλογή, «Ελεγεία και Σάτιρες», την οποία μάλιστα είχε σημαδέψει στη σελίδα 22, όπου υπήρχε το ποίημα «Ένα ξερό δαφνόφυλλο», που ο ποιητής είχε γράψει κατά την περίοδο του αρραβώνα της Μαρίας…
Ένα ξερό δαφνόφυλλο την ώρα αυτή θα πέσει,
το πρόσχημα του βίου σου, και θ’ απογυμνωθείς.
Με δέντρο δίχως φύλλωμα θα παρομοιωθείς,
που το χειμώνα απάντησε στου δρόμου εκεί τη μέση… (απόσπασμα).
Αμέσως μετά τη συνάντησή της αυτή με τον Καρυωτάκη, στη «Σωτηρία», η Πολυδούρη έγραψε ένα υπέροχο ποίημα, με τίτλο «Γυρισμός»:
Ήρθες! ήρθες! πλημμύρισε η χαρά μου
κ’ η λαχτάρα με σφίγγει να με πνίξη.... (απόσπασμα).
Η τελευταία μάλιστα στροφή του συγκεκριμένου ποιήματος θεωρείται από τις ωραιότερες που έχει γράψει η ποιήτρια:
Τώρα πια όπως άλλοτε, δε θέλω
εύοσμα άνθη απ’ τα νεανικά σου χέρια.
Είμαι σεμνή. Με κάθαρεν η αγάπη
απ’ τα στολίδια, δες, μ’ έγδυσε πλέρια.
Κι όμως, γι’ αυτό το παραλήρημα της χαράς της, ο Καρυωτάκης δεν έμαθε ποτέ το παραμικρό. Αντίθετα, στην ψυχή του ποιητή, ο οποίος μετά από λίγες μέρες πήγε, με μετάθεση, στην Πρέβεζα, θα παραμείνει μια βαθιά πίκρα από εκείνη την τελευταία συνάντησή του με την Μαρία…
Η Πολυδούρη «τρεμάμενη, με τα μάτια διεσταλμένα, κουλουριαζότανε τις νύχτες ριγώντας, με τις αισθήσεις της τεντωμένες και σφίγγοντας τα μπράτσα της γύρω από τους ώμους της, ακριβώς όπως έκανε μικρή, ακούγοντας το μανιάτικο μοιρολόι. Σαν το ζώο που ψυχανεμίζεται τη θύελλα, περίμενε αγριεμένη, με τ’ αυτιά τεντωμένα, ώσπου ακούστηκε η πιστολιά.
Ένα πρωί, σε μια κάρυνη θήκη
τον βρήκανε νεκρό μ’ ένα σημάδι
στον κρόταφο…
Μόνο ένας τόσο λιτός κι απέριττος στίχος, γεμάτος σεβασμό, μπορούσε να σημαδέψει τη φοβερή στιγμή. Επί τέλους!
Τα συσπασμένα δάχτυλα χαλαρώσανε και γλιστρήσανε, μαζί μ’ ολόκληρο το κορμί της, στην εγκατάλειψη του θανάτου. Οι άνθρωποι, κι οι πιο στενοί φίλοι, θα της φανούν μονομιάς ανυπόφοροι. Κανείς δεν είναι άξιος ν’ αντικρίσει τον πόνο της, που, αν τον απλώσει, θα σκεπάσει με το πένθος του τη γη. Ζηλότυπα, θα κλειστεί σε κείνο το δωματιάκι – νεκροθάλαμο, και δε θα δεχτεί για καιρό κανέναν. Αδρανώντας, ακινητούσε αναγκαστικά όλη τη ζωή. Μοίρασε όλα τα βιβλία της, ξέσκισε όσα χειρόγραφα ή σημειώσεις είχε κοντά της, αρνούμενη και βέβαιη πως δεν θα ξαναγράψει. Δεν της χρειάζεται πια τίποτε και κανένας…» (Λ.Ζ., σσ. 117 – 18).
Ο Κώστας Παπαδάκης, ο Γιάννης Χονδρογιάννης και η Λιλή Ζωγράφου αποδέχονται την εκδοχή πως η Μαρία Πολυδούρη αυτοκτόνησε με ενέσεις μορφίνης.
Η Λιλή Ζωγράφου υποστηρίζει πως «… κάποιος μεσολάβησε, για να διευκολύνει την αυτοκτονία της Πολυδούρη. Τ’ όνομά του δε θα το μάθουμε ποτέ. Ούτε και χρειάζεται. Εξάλλου δεν ζει πια ούτ’ αυτός. Εκτός από την αδελφή της Βιργινία, που μου το ομολόγησε, και ο πολύ ερωτευμένος με τη Μαρία Κώστας Παπαδάκης έγραψε κάποτε στον Χονδρογιάννη πως ήταν βέβαιος πως η Μαρία πήρε κάποιο δηλητήριο. Δεν ήταν δηλητήριο, αλλά μορφίνη. Και η μορφίνη μπορεί να προκαλέσει το θάνατο σε προχωρημένη φυματίωση».
«… στις 28 του Απρίλη, η Μαρία, με φωνή που μόλις ακουότανε από τη βραχνάδα, αποχαιρέτησε την αδελφή της Βιργινία, όπως κάθε βράδυ. Κοντά της έμεινε ο πιστός κι αφοσιωμένος φίλος με το πρόσχημα πως θα της κρατούσε για λίγο ακόμη συντροφιά. Από καιρό είχαν συνεννοηθεί οι δυο τους. Πως όταν θα ’φτανε το τέλος, που θα ’ταν οδυνηρό και βασανιστικό, εκείνος δε θα την άφηνε να υποφέρει. “Με το να το παρατείνουμε” του ’χε πει, “το ξέρεις καλά πως δε θα εμποδίσουμε το θάνατο. Μόνον εσύ, που μ’ αγαπάς τόσο, θα καταλάβεις πόσο θα με ανακουφίσεις, όταν θα αισθανθώ πως η προθεσμία έληξε”. Και του ’δειξε τις ενέσεις μορφίνης που φύλαγε στο βάθος του συρταριού. Ο Α. της το υποσχέθηκε, χωρίς να πιστεύει ίσως πως θα ’ρχόταν πράγματι εκείνη η ώρα κάποτε. Και να που έφτασε, η νύχτα της 28 του Απρίλη. Ο Α. δεν ήταν διανοούμενος ούτε και είχε κανένα δεσμό μαζί της. Έτρεφε γι’ αυτήν ένα βουβό πάθος, που η Μαρία γνώριζε και ανεχόταν, γιατί δεν την ενοχλούσε ποτέ. “Κρίμα”, του είπε, μόλις έγιναν οι ενέσεις. “Θα ’θελα τόσο να σου ανταποδώσω τη μεγάλη αγάπη σου. Μα ήμουνα εγωίστρια, όσο ένιωθα γερή”.
Με το χέρι της μέσ’ στο δικό του αποκοιμήθηκε. Ο Α. ακίνητος δίπλα της ρουφούσε την κάθε της ανάσα, ώσπου ο ύπνος της γίνηκε θάνατος. Χάραζε μόλις, σαν χτύπησε την πόρτα της αδελφής της Βιργινίας. Της τα ξομολογήθηκε όλα. “Δεν μπορούσα”, της είπε “να της αρνηθώ τίποτα, ούτε και να τη σκοτώσω”» (Λ.Ζ., σσ. 143 – 44).

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική τ’ Απρίλη
είναι ο πρώτος στίχος ενός ποιήματος της Πολυδούρη με τίτλο «Σαν πεθάνω», που ανήκει στη συλλογή «Οι τρίλλιες που σβήνουν» (1928).
Και πράγματι η μεγάλη ποιήτρια άφησε την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου, τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου του 1930, σε ηλικία μόλις 28 ετών.
Ο Άγγελος Τερζάκης («Ο ματωμένος λυρισμός» - Εφημερίδα «Το βήμα», 19 Απριλίου 1961) γράφει για την κηδεία της Πολυδούρη: «… Ακολουθήσαμε το δρόμο για τον τάφο λιγοστοί πάντα, μια κηδεία σχεδόν οικογενειακή, όπου εμείς, οι νέοι οι ολότελα ξένοι στην οικογένεια, είχαμε το αίσθημα πως κηδεύουμε κάποιον, που, κρυφά, ανήκει μόνο σ’ εμάς. Είναι κάτι, που δεν μοιάζει με τίποτα, το πένθος αυτό των νέων για τους νέους. Σα να ξέρουν αυτοί κάτι, ένα μυστικό, κάποιο σύνθημα, που τους δένει μεταξύ τους. Οι μεγάλοι δεν το υποψιάζονται. Είναι ανίκανοι να το νιώσουν. Σκέφτονται συμβατικά, τυπικά και καθιερωμένα. Εμείς, την ώρα εκείνη που πορευόταν προς τον τάφο το λείψανο της Μαρίας Πολυδούρη, ακούγαμε σκοτεινά μέσα μας ν’ ανακρούεται το επικό εμβατήριο μιας εποχής».
Και η Λιλή Ζωγράφου («Καρυωτάκης – Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, Εκδόσεις «Γνώση», 1981, σ. 71) γράφει αυτά τα συγκλονιστικά λόγια: «Η Μαρία δραπετεύει από παντού. Από το σπίτι της, από τον έρωτα, από τη δουλειά της, από την Ελλάδα, από τα νοσοκομεία, από την παραδοσιακή ποίηση κι από την ίδια τη ζωή. Υπερτιμά τις δυνάμεις της, γιατί δεν τις διαχωρίζει από τις ανησυχίες της, που ’ναι ακατάλυτες. Ενώ η ίδια αισθάνεται πως ζει πολύ σοβαρά και με πάθος, εμείς, παρακολουθώντας τη ζωή της, έχομε την εντύπωση ότι παίζει, διασκεδάζει, βαριέται και φεύγει. Μα έτσι ή αλλιώς ζει όμορφα. Γιατί η ζωή της Πολυδούρη έχει τον ίδιο λυρισμό και το ίδιο πάθος που έχει και η ποίησή της. Και η ποίησή της πάλι έχει τη σφραγίδα της ανυποταξίας ή, αν θέλετε, της αναρχικότητας που ’χει η ζωή της. Και δραπετεύει από τη ζωή με την ίδια γενναιότητα που ζει».
«… Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχομαι, αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική που ’ναι ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν’ αγαπήσετε με πάθος και να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε στιγμή τραγούδι…»
Με αγάπη
Μαρία Πολυδούρη
(Απόσπασμα από «Μια Επιστολή» - «Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα…»



*Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια







Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΛΑΣΤΙΧΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ ΖΑΡΝΤΝΙΕΡΑ


ίποτα δεν πετάμε, δείτε με τι τρόπο μπορεί ένα παλιό λάστιχο αυτοκινήτου να μετατραπεί σε μια ζαρντινιέρα.

ΔΕς σε φώτο παρακάτω όλη την μέθοδο...









http://alithina.gr