Κυριακή 20 Μαΐου 2012

100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΛΟΥΝΤΕΜΗ







γραφει ο Νικος Σαραντάκος 

Το 2012 συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση του πεζογράφου, ποιητή και αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Μενέλαου Λουντέμη, μια επέτειος που, όπως όλα δείχνουν, πρόκειται να περάσει μέσα σε παγερή σιωπή από πλευράς επίσημου κράτους και πνευματικής ηγεσίας, κι ας είναι ο Λουντέμης ένας από τους περισσότερο διαβασμένους Έλληνες συγγραφείς, ίσως ο περισσότερο διαβασμένος μετά τον Καζαντζάκη. Και διαβάζεται ακόμα, και πολύ, τουλάχιστον το γνωστότερο έργο του, το “Ένα παιδί μετράει τ΄ άστρα” (δεν ντρέπομαι να πω πως δακρύζω διαβάζοντας κάποιες σελίδες του).
Ίσως αυτό που βαραίνει για τον παραγκωνισμό του Λουντέμη από ορισμένους κύκλους να μην είναι τόσο πολύ η πολιτική του τοποθέτηση, όσο ότι θεωρείται γλυκερός, ξεπερασμένος, ίσως και λαϊκιστής (και τη σήμερον ημέρα, αυτό είναι η χειρότερη βρισιά που μπορεί να σου προσάψουν). Επίσης, ήταν φτωχός, έγραψε κατανοητά, διαβάστηκε πολύ -τέτοια πράγματα δεν συγχωρούνται. Πράγματι, αυτός ο υπουργός δεν θα μπορούσε να τιμήσει τον Λουντέμη.
Ο Μενέλαος Λουντέμης γεννήθηκε το 1912 στη Γιάλοβα της Ανατολικής Θράκης ως Δημήτρης Μπαλάσογλου, μοναδικός γιος από τα πέντε παιδιά του Γρηγόρη Μπαλάσογλου και της Δόμνας Τσουφλίδου. Με τον ξεριζωμό εγκαταστάθηκαν στο χωριό Εξαπλάτανος Πέλλας και η οικογένεια εξελλήνισε το επώνυμο σε Βαλασιάδης. Με το όνομά του ο Τάκης Βαλασιάδης δημοσίευσε, σε εφηβική ηλικία, τα πρώτα του ποιήματα σε έντυπα της Έδεσσας. Το ψευδώνυμο Λουντέμης το πήρε από τον ποταμό Λουδία της δεύτερης πατρίδας του.
Ο εκπαιδευτικός Δημήτρης Δαμασκηνός μου έστειλε το πρώτο μέρος μιας εκτενούς μελέτης του για τον Λουντέμη με τίτλο “Τα πλοία άραξαν στην όχθη της καρδιάς μας”, που είναι υπαινιγμός για την πρώτη συλλογή διηγημάτων του Λουντέμη, που είχε τίτλο “Τα πλοία δεν άραξαν” (1938). Η μελέτη θα δημοσιευτεί σε συνέχειες στο ένθετο της εφημερίδας “Χανιώτικα Νέα”, και το πρώτο μέρος το ανέβασα στον παλιό μου ιστότοπο, όπου μπορείτε να το διαβάσετε (είναι πολύ μεγάλο και φορτωμένο με φωτογραφίες, υποσημειώσεις κτλ. και δεν προσφέρεται για το ιστολόγιο). Θα προσθέσω και τα επόμενα μέρη της μελέτης, καθώς θα μου τα στέλνει ο συγγραφέας της.
Από τη μελέτη αυτή αποσπώ ένα διήγημα από την πρώτη συλλογή του Λουντέμη, τη “Ράντνικα” και το παρουσιάζω εδώ. Επίσης για τον Λουντέμη μπορείτε να δείτε μια παλιότερη ανάρτηση του Λογομνήμονα, που έχει και την απάντηση του συγγραφέα όταν τον ρώτησαν γιατί δεν έκανε δήλωση μετανοίας να ξεμπερδεύει: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ!».
Ράντνικα (από τη συλλογή “Τα πλοία δεν άραξαν”)
Ο αμαξόδρομος σταματούσε στο ρίζωμα. Από κει κι επάνω έπρεπε να κάνεις άλλες εννιά ώρες με μουλάρι στο δρόμο που ανέβαινε με καγκέλια στο βουνό. Να περνούσες τα θεόρατα τσουγγάνια και ύστερα να ’πιανες την πλαγιά που θα σ’ έριχνε μες στην πευκόφυτη κοιλάδα. Στο βάθος της γκρίζο κι αράθυμο κοιμότανε το Γκλάιτσκο.
Στη μέση του δρόμου απορούσα κι αναρωτιόμουνα. Πώς να μην είχα μετανιώσει και να γύριζα πριν ακόμα μπω στην καρδιά της περιπέτειας;
Με το να είμαι τόσο τίμιος στο βουβό λόγο μου και με το να έχω την κουτοφιλοτιμία να πραγματοποιώ όλες τις αποφάσεις της στιγμής, ριχνόμουνα σ’ αυτή την περιπέτεια που ένας Θεός μονάχα ήξερε αν θα’βγαινα ζωντανός.
Το Γκλάιτσκο είναι ένα χωριό πάρα πολύ μικρό, της βορειοανατολικής Μακεδονίας, σε μια πανύψηλη κοιλάδα, εκεί κατά τα σύνορα, που την περικυκλώνουν βράχοι στοιχειωμένοι. Σωστή μια βουνίσια Μονεμπασιά! Οι κάτοικοί του κάνουν χρόνους ολόκληρους να επικοινωνήσουνε με ανθρώπους και για τους περισσότερους απ’ αυτούς ο κόσμος τελειώνει εκεί που αρχίζουν οι βράχοι. Για τις γυναίκες εκατό στα εκατό.
Το φαϊ τους είναι καλαμπόκι («τσινίτσκα») ανάλεστο, που το βράζουνε ολόκληρη μέρα μέσα σε κάτι χωματένιες χύτρες («γκίρνα») ώσπου να λιώσει και ύστερα ρίχνουνε μέσα κάτι κόκκινες μικρές πιπεριές σαν κεράσια, που καίνε φωτιά!
Νηστεύουνε τις περισσότερες μέρες του χρόνου.
Αν στο διάστημα της νηστείας τύχει και πέσει κανένα γίδι, το κόβουνε κοψίδια και το κρεμούνε πάνω απ’ το τζάκι να ξεροκαπνιστεί, και τις σκόλες το τρώνε.
Τα ρούχα τους μέσα κι όξω είναι από γιδόμαλλο κι οι στρώσες τους γιδοπροβιές.
Στο χωριό, που ήταν το τελευταίο όριο του κάμπου, περίμενα τέσσερις μέρες∙ κι όλο αυτό το διάστημα δεν έκανα άλλο παρά να παρακαλώ να μ’ ανεβάσουν.
Κάποιος συγκινήθηκε στο τέλος∙ «ποιος ξέρει τι θα έχει», σκέφτηκε, και σαμάρωσε το μουλάρι του.
Πριν ανέβω με φωνάζει παράμερα ο χαντζής και μου λέει στ’ αφτί:
-Για όνομα του Θεού, μην τύχει και σε πάρει μάτι αντρός να μιλάς ξεμοναχιασμένος σε γυναίκες, θα κατεβείς χίλια κοψίδια κάτω!
Κούνησα το κεφάλι μου. Το ’ξερα καλύτερα απ’ αυτόν…
Ναι, το ’ξερα καλύτερ’ απ’ αυτόν και χάιδεψα στην τσέπη μου το χαϊμαλί του Τράικο.
Ο Τράικο…
……………………………………………………………………………………………………………..
Ένα βράδυ που πηδούσα στο μαντρότοιχο του Αρδηττού –περασμένη ώρα- για να κοιμηθώ, βρέθηκα μύτη με μύτη με κάποιον που ανέβαινε από μέσα. Τα μάτια μου φωσφόριζαν απ’ την αγριάδα και την πείνα.
Στην αρχή αγριοκοιταχτήκαμε. Έπρεπε κάποιος να πισωδρομήσει για ν’ αφήσει δρόμο στον άλλονε, γιατί το μέρος που είχε ξεχωρισμένες τις πέτρες για σκαλοπάτια χωρούσε και δε χωρούσε ένα σώμα.
Πρώτος μαλάκωσε αυτός και ξανακατέβηκε μέσα, μου έδωσε το χέρι –μπράβο!- να κατεβώ. Εγώ μουγκός, σαν αγρίμι που χάνει την ευκαιρία για καβγά, κίνησα να χωθώ μες στο δάσος.
-Στάσου!…
Γύρισα για να τον βρίσω.
-Που πας αυτού μέσα; Συνέχισε κείνος.
Η φωνή μαρτυρούσε άνθρωπο βουνίσιο.
Γύρισα και στάθηκα μπροστά του. Η στάση μου ήταν μια ερώτηση και μια απειλή. «Απειλή;» ήτανε να γελάει κανείς και να με λυπάται.
Αυτός φαινότανε κολοσσός μπροστά μου. Μα γιατί η απειλή να μη στρεφότανε στον εαυτό μου που τόσο ζητούσα ευκαιρία να τον ξεκάνω με κάποια δικαιολογία;
Αυτό ήτανε.
-Ρωτάω τι πας να κάνεις μέσα τέτοια ώρα; Μου ξαναλέει γλυκά. Είναι μεσάνυχτα. Δύο.
-Εσύ τι έκανες;
-Εγώ…δίστασε –άφησέ με μένα. Πες μου εσύ∙ μήπως πήγαινες για ύπνο; Δεν έχεις δωμάτιο;
-Έχω δεν έχω να μη σε νοιάζει. Μήπως η μούρη σου έχει; Απόχτησε πρώτα κι ύστερα πουλάς φιλανθρωπίες!
Κείνος πάντα με το μέλι στο στόμα:
-Εγώ έχω, μου λέει. Μη σου κακοφαίνεται. Έλα. Δε θέλεις να ’ρθεις να κοιμηθείς σε μένα;
-Μακεδόνας είσαι!! Του φωνάζω άγρια κι ήμουνα έτοιμος να πεθάνω από χαρά.
-Πως το κατάλαβες;
-Πως το κατάλαβα; Το κατάλαβα. Μη ρωτάς. Τι θέλεις; Που με πας τώρα;
-Πάμε! Μου λέει.
Πηδήξαμε μαζί τον τοίχο. Ποιος να το πίστευε; Το σπίτι του ήταν στο Βοτανικό.
-Μα άκουσε δω, έλεγα πολύ απορημένος, έκανες όλο αυτό το δρόμο για να δεις αυτό το ψωροβούνι; Και τέτοια ώρα;
-Μπορούσα να ξενυχτάω κει πάνω… είπε με τρεμάμενη φωνή. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο βουνό. Καταλαβαίνεις τώρα. Ζω λίγη πατρίδα κει πάνω. Αλλά ας βιαστούμε τώρα. Άλλη φορά θα τα μάθεις. Θα μάθεις πολλά. Τώρα πάμε για ύπνο. Θα νυστάζεις πολύ. Κι εγώ το ίδιο, και πρέπει να σηκωθώ τα χαράματα. Δουλεύω κοντά σ’ έναν Αρβανίτη στραγαλατζή. Έχουμε μαζί ένα μαγαζάκι.
Λίγη ζέστα χύθηκε μέσα μου. Του ’σφιξα βουβά το χέρι. Κείνη την ώρα αγαπούσα όλο τον κόσμο. Τα φώτα τρέμανε σαν αθώα παιδικά μάτια που νυστάζουν. Ανασήκωσα το κεφάλι κι είδα τον ουρανό. Χα!… υπήρχε ουρανός! Ένα μικρό αστρουλάκι μέσ’ απ’ τα σύννεφα μου έκανε πονηριές.
Το πρωί, για πρώτη φορά ύστερ’ από τόσον καιρό ξεπόρτισμα ξυπνούσα κάτω από στέγη κι απάνω σε ρούχα.
Χάιδευα τις κουβέρτες και τα μαξιλάρια. Με κοιτούσαν όλα μ’ ένα ήρεμο και ζεστό βλέμμα. Τόσον καιρό είχα ξεχάσει πως υπάρχουν κι αυτά τα όμορφα πράγματα.
Αγρίμι καθώς ήμουνα, είχα χάσει όλες τις αισθήσεις μου κι αυτό το σαπούνι εκεί είχε μια μυρωδιά που ανέπνεε μητέρα.
Πάνω απ’ τη λεκάνη, μπροστά στον καθρέφτη, καθώς σαπούνιζα το σπασμένο μου πρόσωπο, ξύπνησε μέσα μου ο «κανακάρης» της μάνας μου που έτρεμε στο προσκέφαλό μου αν φύλλο τις νύχτες. Το χαϊδεμένο αγόρι της γιαγιάς μου που ήμουνα «εγώ κι ο κόσμος όλος».
…Με πήρε ένα μικρό παράπονο κι έκλαψα σιγανά σιγανά, κοιτάζοντας τρυφερά στον καθρέφτη καθώς ένας πατέρας κοιτάει το γερασμένο παιδί του που γύρισε από μακρινό ταξίδι. Μια λοξή πρωινή αχτίνα μου άγγιξε το μάγουλο. Χαμογέλασα. Είπα δίχως φωνή: Καλημέρα, καλημέρα. Κι ύστερα πάλι έκλαψα.
Μέσα μου σάλεψαν κάτι θαμπά όνειρα, κάτι κομμένα φτερά.
Ρίχτηκα μες στον εαυτό μου να μαζέψω τ’ απορημάδια του. Πάσχιζα να τον ξεγελάσω ότι δεν είχαν τελειώσει όλα… ότι έμενε λίγος καιρός για να γίνει κάτι ακόμη.
Δοκίμασα να ξαναστήσω την ξεχασμένη φωνή μου. Καμώθηκα τον χαριτωμένο και γέλασα με τα δόντια μου τα άλλοτε τόσο καθαρά και τα χείλη μου τα τόσο κόκκινα. Γέλασα· κι ύστερα έσφιξα το χέρι μου να χτυπήσω κείνο το βρομερό γέρο του καθρέφτη. Ξαφνικά όμως οι ιδέες μου ήρθαν ανάποδα! Έκανα να μαδήσω το μούτρο μου, να χύσω τα μάτια μου κι ύστερα το χέρι μου κρεμάστηκε… Ήμουνα ανήμπορος. Τον αγαπούσα.
Είχα χάσει χρόνια τη ζωή μου και την έβρισκα σήμερα ετοιμόρροπη… μα την αγαπούσα. Έπειτα αν το ’κανα το κακούργημα στον εαυτό μου τι θα ’λεγε ο Τράικο; Ο Τράικο που θα πονούσε τόσο;
Όχι δε θα άξιζε να του δώσω τέτοιο τρόμο αυτού του παιδιού.
Τινάχτηκα! Θα δοκιμάσω – όχι να σκοτωθώ! όχι!!.. Κόψε τα νύχια με κείνο το ψαλιδάκι εκεί!… Ω! τι όμορφο –είδες;- αυτό το ψαλιδάκι! Πάρε και κείνα τα πέντε τάλιρα που σου άφησε ο φίλος μας ο Τράικο! Διάβασε και κείνο το σημειωματάκι που σου λέει: «Να κόψεις τα μαλλιά σου και τα γένια σου κι ύστερα να πας να τον βρεις στον Ηλεχτρικό που σε περιμένει να πάτε για μπάνιο και να φάτε στο Φάληρο». Εμπρός! Εμπρός, λοιπόν, γέρο μου!
Αα!…. δεν κάνεις καθόλου καλά ν’ αφήνεις τις πόρτες ανοιχτές που φεύγεις!…
Γύρισα να κλείσω την πόρτα κι αργοπόρησα λίγο για να χαϊδέψω το χερούλι της. Ο δρόμος απλωνόταν ολόφωτος κάτω απ’ τον ήλιο.
Σ’ ένα παγκάκι του κήπου μού τα είπε τα παρακάτω.
Είχε αρχίσει έτσι:
«Το χωριό μου δεν μπορείς να το ξέρεις. Είναι μακρινό και άγνωστο. Οι συχωριανοί μου είναι αγρίμια. Αλλά θρήσκοι πολύ. Να λείψουν την Κυριακή απ’ την εκκλησιά, εκτός απ’ τα κορίτσια, το ’χουνε μεγάλο αμάρτημα. Στα σπίτια μας, τα κεραμίδια, οι κάμαρες, τα τζάμια και τα έπιπλα είναι πράγματα άγνωστα. Εκεί η νοικοκυροσύνη μετριέται απ’ τα γιδοπρόβατα που θα ’χει ο καθένας. Η οικογένειά μου είναι μια απ’ τις καλύτερες. Η μάνα μου είναι από χρόνια πεθαμένη. Στο σπίτι μας ζει ο πατέρας μου με μια αδελφή μου μικρότερη. Τη λένε Ράντνικα και μ’ αγαπούσε πολύ. Το ξέρω πως τώρα κάθε μέρα θα κλαίει. Μα δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς.
-Γιατί δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς, Τράικο;
Αναστέναξε…
-Στο σπίτι μας δίπλα είχε το σπίτι του ο Ντίμκε Νέπκα με το ομορφότερο κορίτσι του χωριού, τη Νεντέλκα, που τη λέγανε χαϊδευτικά «Κίτκα» (λουλούδι). Η αγάπη καταλαβαίνω να είναι το πιο όμορφο πράγμα, μα για τους χωριανούς μου είναι αμάρτημα και καθένας που θα ’βλεπε παλικάρι να μιλάει –μονάχα να μιλάει!- με κορίτσι, θ’ αμάρταινε αν δεν τον σκότωνε.
Από πολύ μικρή την αγαπούσα. Ένα πρωί, με χρυσό ήλιο, τη σταμάτησα μπροστά στην αυλή τους. «Γλυκό μου λουλουδάκι» της λέω. Ήθελα να της πω πως την αγαπούσα με αγάπη πού μεγάλη. Της έδειξα τον ουρανό… Κείνη έγινε φωτιά να λιώσει απ’ την ντροπή της. στην ώρα μια σφαίρα περνάει σύρριζα στ’ αφτί μου. Πως έφυγα και ποιους δρόμους πήρα δε θυμάμαι. Σε μια ώρα ήμουνα χωμένος σε μια νεροσυρμή που τη σκεπάζανε πυκνά βάτα. Ως τη βαθιά νύχτα έκανα συντροφιά μ’ ένα ζευγάρι χελώνες. Από κει ως το άλλο φώτισμα παίρνω τον κατήφορο και μαζί μου κατρακυλούσανε τρόχαλα και βράχοι που μου στήνανε άγριο κυνηγητό. Πήρα μακρινούς δρόμους. Την αγαπούσα δυνατά τη ζωή μου κι ήθελα να περάσω απ’ την άκρη του δρόμου που να μη με φτάνει ο κίνδυνος. Σ’ ένα χρόνο κουτσοδουλεύοντας από το κάθε χωριό που περνούσα έφτασα εδώ στην Αθήνα. Σήμερα κλείσανε πέντε χρόνια. Έμαθα και γράμματα σε νυχτερινό σκολειό, έμαθα τόσα πράματα.
-Τράικο! Γράψε ένα γράμμα. Μπορεί να παντρεύτηκε.
Ποιος θα το διαβάσει; Έπειτα είπες «να παντρεύτηκε». Όχι δεν την παίρνει κανείς. Ούτε ένας τελευταίος.
Ένα πράμα ήθελα. Να μάθαινα αν ζουν, να μάθαιναν ότι ζω· γιατί ποιος ξέρει τι θα νομίζουν για μένα! Μα ποιος να πάει κει πάνω; Θα μπορούσα να δώσω όλη μου τη ζωή κι όλα μου τα χρήματα! όλη μου τη καρδιά. Μα ποιος θα πήγαινε;
Το άλλο βράδυ την ώρα που σκόλασε το μαγαζί και γυρίζαμε μαζί σπίτι, αυτός με βαρύ κεφάλι, του έσφιξα γερά το μπράτσο. «Τράικο! Εγώ θα πάω. Είπες ότι δίνεις όλη σου τη ζωή, όλα σου τα χρήματα και όλη σου τη καρδιά. Κρατώ την καρδιά και πάω».
-Σ’ ευχαριστώ… έκανε με πνιχτή φωνή.
Ήτανε ένα ξανθό δυνατό παλικάρι κι όμως έκλαιγε.
Βγάλαμε και μια φωτογραφία μαζί την άλλη μέρα. Έκοψε και το χαϊμαλί του απ’ το λαιμό – φτιαγμένο απ’ τη γιαγιά του. Θα τα ’παιρνα και θα τα ’δειχνα και τα δυο.
Ξεκίνησα από το σπίτι πρωί την ώρα που οι σκούπες σήκωναν στον ουρανό βαριά σύννεφα σκόνης.
Τραβούσα προς τη λαμπικάδα… Άνοιγε ένας μικρός προορισμός στη ζωή μου τώρα. Η περιπέτειά μου άνοιγε μια διάπλατη αγκαλιά γιομάτη υποσχέεις.
Το τρένο που έπεφτε μες στα χωριά και τα δέντρα, έμοιαζε σαν δράκος που κύλησ’ απ’ τα βουνά.
Έτσι καθώς έτρεχε μου ’δινε το αίστημα της φευγάλας και του εαυτού μου απ’ τη μουχλιασμένη ζωή του κοινού φτωχανθρώπου.
Και να ’μια τώρα καβάλα στο μουλάρι, στη μέση του βουνού.
Οι βράχοι με τους γκρεμούς που κάστρωναν την κοιλάδα άρχισαν να διαγράφονται σ’ ένα βλοσυρό φόντο. Νύχτωνε…
-Άιντε λίγο ακόμα και θα κονέψουμε, ακούω τον αγωγιάτη.
-Θα κονέψουμε; Τι πα’ να πει δηλαδή, φτάσαμε;
-Στο Γκλάιτσκο όχι ακόμα. Θέλουμε τρεις τέσσερις ώρες. Αλλά θα κάτσουμε να ξαποστάσουμε και να φάμε –κι εμείς και το ζο- εδώ παραπάνω σ’ ένα πετροκάλυβο.
Το πετροκάλυβο ήταν μια σπηλιά λαξεμένη στο βράχο.
Το τραγούδι μιας πηγής ανάμεσα στα βούρλα πάλευε με τη σιωπή. Ήπιαμε πολύ κι οι δυο. Στο βάθος της σπηλιάς ήταν κάμποσα καψοδαύλια και κάτι χοντρές ρίζες. Ανάψαμε φωτιά, στρώσαμε μια παχιά τσέργκα που ’χαμε πανωσάμαρα, και κοιμηθήκαμε κάμποσες ώρες. Με ξύπνησε ο αγωγιάτης, νύχτα ακόμα, και ξαναπήραμε πάλι την ανηφοριά.
Ανάμεσα στους πετρόλοφους, στην μπασιά, ακούσαμε την καμπάνα. Ξημέρωνε Κυριακή. Ο αγωγιάτης έβγαλε το σκούφο του. Αναστέναξε. Έβηξε.
-Μεγάλο κουράγιο το ’χεις, βρε παιδί, λέει ανάμεσα στους σταυρούς του, ν’ ανέβεις εδώ πάνου. Το ξέρεις ότι είσαι ο πρώτος ξένος;
-Τι πείραζε;
Μια αγριάδα με πήρε. Το χωριό είχε φανεί. Μέσα στο βαθύ πράσινο των καστανιών κοιμότανε κατ’ από ’να γκρίζο σκέπασμα καπνού.
-Σε ποιανού σπίτι θα κονέψουμε;
-Στου Μπάι Τόλη Σκόσλε.
Ο αγωγιάτης με κατέβασε δε με κατέβασε, καβαλίκεψε κι έφυγε. Ήθελε να προφτάσει πριν τον βρει η νύχτα.
Έμεινα κει μπροστά στην κλειστή πόρτα μην ξέροντας τι να κάνω. Από ζωντανό ψυχή δε φαινότανε. Νόμιζα πως κοιμισμένο μ’ έριξε ένα κακό όνειρο μέσα στη ζούγκλα.
Χτύπησα… Σαν αντίλαλος του χτύπου μου δυο βήματα σίμωσαν από μέσα ως το κατώφλι και μια παράξενη υγρή φωνή κοριτσιού.
Τα ’χασα. Τι θ’ απαντούσα;
-Ανοίξτε… Ανοίξτε, σας παρακαλώ. Και κατάπια την ανάσα μου.
Τη γλώσσα τους την ήξερα αρκετά, αλλά αν τη μιλούσα σίγουρο ήταν πως δε θα μ’ άνοιγε για όλον τον κόσμο.
-Παρακαλώ ανοίξτε, ξανάπα.
Άκουσα κάτι μπερδεμένες λέξεις από μέσα. Ξεχώριζα μονάχα το «Νο κόζεμ» (δεν μπορώ). Και ύστερα πάλι:
-Κόια; Κόι; (Ποιος είναι; Ποιος;)
-Γιας (Εγώ).
-Ποιος εσύ; Δεν είναι εδώ ο πατέρας μου.
-Ατήνα! Ατήνα!!… Τράικο!
-Τράικο;; Σο βόλες; Ουμπρέ ζάβαλη Τράικο. (Ο Τράικο; Τι λες; Πέθανε ο καημένος ο Τράικο).
Αλλά δεν άντεξε κι άνοιξε να δει. Ένα πρόσωπο ροδακινί με ανήσυχα γαλανά μάτια. Ποτέ δεν είδα ένα τόσο όμορφο δροσερό πρόσωπο.
-Ω! Φύγε! Φύγε! Έκανε τρομαγμένη. Πήγαινε στην εκκλησία! Στον πατέρα μου.
Είπε να πήγαινα «στην εκκλησία, στον πατέρα της». Και πήγα. Απ’ όξω ακουγότανε μια γέρικη φωνή: «Παναγία Παρθένεενεε»! Κι ύστερα μια άλλη τρεμουλιαστή: «Το άγιόν σου Πάαθος!» Μπήκα. Όλα τα μάτια καρφώθηκαν πάνω μου. Άναψα ένα κερί και προχώρησα κατά το στασίδι του ψάλτη που είχε χάσει και τα λόγια του και τη σειρά του.
Στο μεταξύ είχε τελειώσει το «Σοφίια ορθοί» κι από μέσα ο παπάς έλεγε τη συναπτή για το τρισάγιο: «Άγιος ει ο Θεός ημών». Έκανα νόημα σκουντώντας τον ψάλτη να μ’ αφήσει να το ψάλλω.
-Ζνάεις; (Ξέρεις;)
-Άχα-ντα!
-Πέε (Ψάλλε!)
Η συγκίνηση μ’ έκανε να τρέμω. Ναι, έψαλα καλά. Απ’ την ώρα αυτή έκανα το πρώτο βήμα του θριάμβου μου.
Ίσαμε το Χερουβικό και μετά απ’ αυτό, τα μάτια των αγριμιών που ’κανα την τρελή επιδρομή στη φωλιά τους μαλάκωσαν, σχεδόν γλύκαναν με μια πρωτόγονη ημεράδα.
Απόλυσε και βγήκαμε. Κινδύνεψα να χάσω το χέρι μου και τον αριστερό μου ώμο απ’ τις χειραψίες που τις ακολούθησε μια κατραπακιά και μια αληθινή ιαχή.
-Σνντρρράο!!
-Κόι σάκας;
-Κόι πάλας;
-Γιαλ’ να ντόμο.
(Ποιον θέλεις; Ποιον γυρεύεις; Έλα σε μας. Έλα στο σπίτι μας).
-Μπάι Τόλη Γκόσλε γκου σάκαμ (τον μπάρμπα Τόλη Γκόσλε θέλω). Ντιέκαϊ (Που είναι;)
-Τόλη Γκόσλε σάκας; μου κάνει ένας πανύψηλος. Γιας σαμ! (εγώ είμαι) και μου σφίγγει τους δυο ώμους.
Ήταν αλήθεια. Κάτ’ απ’ τα δασιά του φρύδια φέγγιζαν οι γαλανές κόρες των ματιών του Τράικο.
-Από πού ξένε; με ρωτά.
-Απ’ τον Τράικο!
-Τράικο;;» και το ξαναλέγαν με μεγαλωμένα από έκπληξη μάτια.
-Δεν πέθανε ο Τράικο;
-Όχι.
Ο γέρος με κόπο με ξεσκάλωσε απ’ τους άλλους, μ’ αγκάλιασε και με πήγε σαν χαρούμενο πεσκέσι στο σπίτι του. Απ’ έξω ακόμη φώναζε την κόρη του σαν παιδί.
-Ράντνικα! Βίντις; Ήρτε απ’ το Τράικο.
-Τρά-ι-κο;;; έκανε κι αυτή σαν τρελή.
-Ντα, είπα εγώ κι έβγαλα τη φωτογραφία και το χαϊμαλί.
Άρπαξε η Ράντνικα τη φωτογραφία: «Γιάγκου Τράικο Τάτκο! Πούλι Τράιο!!!», φώναζε. «Βίντιμε, Τράικο!» (Κοίταξε με Τράικο).
Εγώ την πρόσεχα… Κάτ’ από μια λεπτή καμπύλη μαύρων φρυδιών γυάλιζε η ανήσυχη θάλασσα δυο γνωστών μου ματιών. Δεν τον γνώριζαν καλά. Έφυγε με βουνίσια ρούχα και τώρα τον βλέπανε αλλιώτικο.
-Τυ (Εσύ!), μου κάνει σε μια στιγμή που βλέπει εμένα δίπλα του στη φωτογραφία και με κοιτάζει άφοβα στα μάτια.
-Ντα, γιας! (Μάλιστα, εγώ).
-Τυ ήμας σέστρα; (Εσύ έχεις αδελφή;)
-Νέμα (Δεν έχω).
-Ζένα; (Γυναίκα;)
-Νέμα.
Έμεινα δέκα μέρες. Τις πρώτες δυο είδα κι έπαθα ώσπου να συνηθίσω τα φαγιά τους, μα ύστερα η πείνα –και μια πείνα- μ’ έκαναν να τα υποφέρω.
Ξέχασα. Είχα φέρει της Ράντνικας μια ζακετούλα και μια κόκκινη φαρδιά κορδέλα για τα μαλλιά. Της έδειξα πώς έπρεπε να τη φοράει. Όλο γελούσε και μου ’λεγε «Άρνο ιμπαντζία» (Καλέ ξένε).
Κάθε φορά που θα γύριζα απ’ τον περίπατο, έτρεχε να τα φορέσει βιαστικά και ποτέ δεν κατάφερε να δέσει φιόγκο την κορδέλα. Μια μέρα της έβγαλα απ’ το πορτοφόλι μου ένα καθρεφτάκι. Τα είχε χάσει που έβλεπε ένα κορίτσι μέσα. Της το χάρισα κι άρχισε μαζί του ολοήμερες κουβέντες και κρυφογελάσματα.
Ο μπάι Τόλη πήγαινε να δει τα κοπάδια. Εγώ έκανα εκδρομές στους λόφους. Και γύριζα άμα άρχιζα να πεινώ. Η Ράντνικα μου είχε έτοιμο το φαϊ μου. Ένα μεσημέρι –μπαίναμε στην έβδομη απ’ τον ερχομό μου μέρα- τη βλέπω, καθώς γύριζα απ’ όξω, κοντά στη φωτιά να τρυπάει μια κάρτα μ’ ένα βελόνι.
-Τι κάνεις εκεί, Ράντνικα; της λέω;
-Μου ισβάιγκε ότσιτε! (της βγάζω τα μάτια!)
Την αρπάζω και βλέπω τη φωτογραφία μιας ωραίας πεθαμένης μου φίλης που είχα μαζί μου.
Κάθε άλλον θα τον κακομεταχειριζόμουνα μα τι μπορούσα να κάνω σ’ αυτή την αθώα Ράντνι;
-Γιατί το ’κανες; της λέω μονάχα.
-Γιατί την αγαπάς! μου λέει και την ξαναρπάζει.
Δεν πρόφτασα να κάνω ούτε την παραμικρή κίνηση. Η φλόγα σε λίγο μου την έκανε στάχτη.
-Αχ!… φώναξα όλο θυμό.
Κείνη άρχισε να κλαίει. Τελείωσε. Έπρεπε να φύγω. Τα πράματα τραβούσαν άσκημα.
Το βράδυ που είχα ξαναγυρίσει, τη βρήκα δίπλα στη φωτιά, καμωμένη ένα κουβάρι να μοιρολογά μ’ ένα παράξενο τραγούδι γιομάτο λυγμό.
-Στάνι, μάικω μι… ντα μου βίντις… σέγκα μάικω μι… (Σήκω, μάνα μου, να με δεις… Τώρα μάνα μου…)
Την πλησίασα δακρυσμένος.
-Ράντνικα!… φτωχή μου… καλή μου, Ράντνι…
Ξέσπασε σε δυνατό αναφιλητό και μ’ αγκάλιασε κάτω απ’ τα πόδια, καθώς στεκόμουνα. Τα μαλλιά της χρυσά και μπόλικα άστραφταν αντίκρυ στη φλόγα. Της σήκωσα το κεφάλι ήσυχα… Έκαιγε σαν φωτιά και τα μάτια της κόκκινα και υγρά με κοιτούσαν όλο παράπονο και ικεσία.
-Ράντνικα… είπα, και κοίταξα ψηλά, ανήμπορος.
Σφίχτηκα… ξελευτερώθηκα, και βγήκα.
Το βράδυ σαν γύρισε ο γέρος, του είπα πως έπρεπε να κάνουμε τρόπο να φέρουμε τον Τράικο. Πήγαμε μαζί στον μπάι Ντίμκε Νέπκα, τον πατέρα της Νεντέλκας. Το κορίτσι είχε μείνει το μισό. Έλιωνε.
Άμα ο μπάι Ντίμκε άκουσε πως ο Τράικο έγινε σπουδαίος και θα την παντρευότανε κι ότι αυτό το είπε ο «Άρνο ιμπαντζία» δέχτηκε κα;ι μου χούφτιασε το χέρι.
Ο προορισμός μου είχε τελειώσει. Μπορούσα να φύγω τώρα.
Κάτι είχε μυριστεί όμως η Ράντνι και την ώρα που έλειψε ο πατέρας της: «Ντεκ μι ουτάβας;» έλεγε και έκλαιγε. Που μ’ αφήνεις; Θα πεθάνω.
Της είπα ότι θα έμενα ώσπου να με πάρει ο Θεός μαζί του γιατί ο Θεός μ’ έφερε. Ναι, αυτό το ’ξερε, το ’λέγαν  όλες οι γυναίκες, ότι ο Θεός μ’ έριξε μ’ ένα σύννεφο ίσα μες στην εκκλησιά τους να τους ψάλλω. Κι αν χανόμουνα πάλι ο Θεός –να μην έκλαιγε- πάλι ο Θεός θα μ’ έπαιρνε όπως μ’ έφερε…
Το παραδέχτηκε. Το πρωί της είχα πει ότι θα πήγαινα πάλι περίπατο και να μου έψηνε καλό φαί γιατί θα γύριζα κουρασμένος και θα πεινούσα.
Οξ’ απ’ το χωριό με περίμενε ο μπάι Ντίμκε Νέπκα, συμπέθερος πια, και με κατέβασε.
Πριν να γείρουμε στους βράχους, γύρισα και είδα για τελευταία φορά το Γκλάιτσκο. Μαύροι και βαρύ κούρνιαζε μες στις καστανιές του. Οι βράχοι της ανατολής και της δύσης ξεπετιόταν σαν δυο μασέλες. Λες και χασμουριόταν η γη. Ένα σταχτί σύννεφο ανέβαινε απ’ το χάσμα του σαν μετέωρο χνότο.
Εκεί στο βάθος, σ’ ένα σκοτεινό σπίτι ένας ξανθός ήλιος περπατάει πάνω απ’ τους ώμους της Ράντνικας. Σκύβει, σηκώνεται, κυλάει στο κενό των τοίχων… Φέγγει σε δυο χέρια που μου ετοιμάζουνε το φαϊ μου.
Αχ μικρή μου Ράντνικα, άγγελε γεμάτε φως, μάτια γλυκά μου θαλασσιά… ο κόσμος από σήμερα θα είναι γαλάζιος, μα εγώ πώς να τον ζήσω; Τώρα περνώ τα δασωμένα σας βουνά, μα ακούω κιόλας το τραγούδι της βουής, το τραγούδι που κάνουν οι αλυσίδες, οι βαριές αλυσίδες της Αθήνας…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου